- σταδαίᾳ
- σταδαί̱ᾱͅ , σταδαῖοςstanding erectfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταδαῖα — σταδαῖος standing erect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαία — σταδαί̱ᾱ , σταδαῖος standing erect fem nom/voc/acc dual σταδαί̱ᾱ , σταδαῖος standing erect fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταδαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που στέκεται όρθιος («...Ζεὺς πατὴρ ἐπ ἀσπίδος σταδαῑος ἧσται», Αισχύλ.) 2. φρ. α) «ἔγχη σταδαῑα» δόρατα με τα οποία γινόταν η μάχη εκ τού συστάδην σε ανοιχτό πεδίο β) (για τον κύβο) «σταδαῑον σῶμα» σώμα σταθερό, που… … Dictionary of Greek